Σκιρίτιδος

Σκιρίτιδος
Σκιρί̱τιδος , Σκιρῖτις
the district of Laconia near the Arcadian town
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σκιρίτης — ὁ, θηλ. Σκιρῑτις, ίτιδος, ΜΑ [Σκῑρος] 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Σκιρῑται οι κάτοικοι τής επαρχίας Σκιρίτιδος 2. το θηλ. δωδεκάπολη τής Καρίας αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) επίλεκτο σώμα τού σπαρτιατικού στρατού, αποτελούμενο από εξακόσιους πεζούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”